Βρίσκεστε εδώ: ΚΕΝΤΡΙΚΗ » ΥΓΕΙΑ » ΔΙΑΤΡΟΦΗ » Μπορεί να επηρεάσει η συνολική ποιότητα διατροφής τη μικροβιακή χλωρίδα;
Μπορεί να επηρεάσει η συνολική ποιότητα διατροφής τη μικροβιακή χλωρίδα;

Μπορεί να επηρεάσει η συνολική ποιότητα διατροφής τη μικροβιακή χλωρίδα;

του Γεώργιου Σαλταούρα

Είναι πλέον γνωστό ότι ο εντερικός μικροβιόκοσμος έχει καθοριστικό ρόλο στην υγεία και στην εμφάνιση ή ασθενειών. Όσον αφορά τη , ερευνάται συχνά ο ρόλος συγκεκριμένων τροφίμων, όπως οι φυτικές ίνες, στη μεταβολή της εντερικής χλωρίδας. Πλέον, όμως, οι γενικές διατροφικές οδηγίες δίνουν έμφαση στη συνολική ποιότητα της ς με στόχο την υγεία και όχι απαραίτητα σε συγκεκριμένα θρεπτικά συστατικά.

Επομένως ποια είναι η επίδραση της ποιότητας της διατροφής μας στο σύνολό της στη συγκέντρωση διαφόρων μικροοργανισμών στο έντερο; Παίζει ρόλο η εθνικότητα και, επομένως, οι διαφορετικές συνήθειες λόγω κουλτούρας στο μικροβίωμα;

Ο στόχος της μελέτης αυτής ήταν να εξετάσει τη σχέση της ποιότητας διατροφής, όπως αυτή υπολογίζεται με τους δείκτες Healthy Eating Index (HEI-2010), Alternative Healthy Eating Index 2010 (AHEI-2010), alternate MEDiterranean diet (aMED), και Dietary Approaches to Stop Hypertension Trial (DASH) με την πσρουσία διαφόρων ειδών βακτηρίων της εντερικής χλωρίδας.

Για να εξετάσουν τη σχέση αυτή, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μέρος των εθελοντών από τη μελέτη Multi-ethnic Cohort (MEC) η οποία συλλέγει διατροφικά δεδομένα από 215.000 εθελοντές διαφόρων εθνικοτήτων στις από το 1993. Συγκεκριμένα, το 2013 περίπου 1.800 από τους εθελοντές που ήταν εγγεγραμμένοι στη μελέτη MEC κλήθηκαν να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων και να δώσουν ένα δείγμα κοπράνων. Διατροφικά δεδομένα υπήρχαν για αυτούς τους εθελοντές και από το 1993, όταν και έγινε η αρχική πρόσκληση συμμετοχής.

Στοιχεία απο τα ερωτηματολόγια συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων κατέταξαν τους εθελοντές σε χαμηλό, μεσαίο και υψηλό σκορ για κάθε δείκτη ποιότητας διατροφής (HEI, AHEI, aMED και DASH).

Μάλλον αναμενόμενα, άτομα που άνηκαν στην κατηγορία του υψηλού σκορ για κάθε δείκτη ποιότητας διατροφής είχαν χαμηλότερο Δείκτη Μαζας Σώματος, χαμηλότερη κατανάλωση ς και αλκοόλ και αυξημένη φυσική δραστηριότητα σε σχέση με τα άτομα που άνηκαν στην κατηγορία του χαμηλού σκορ.

Άτομα με υψηλότερο σκορ ποιότητας διατροφής είχαν μεγαλύτερη ποικιλία εντεροβακτηρίων. Η διαφορά αυτή ήταν μικρή σε σχέση με τα άτομα που άνηκαν στην ομάδα με χαμηλό σκορ, αλλά λόγω του μεγάλου δείγματος εθελοντών η διαφορά αυτή ήταν στατιστικά σημαντική. Το ήταν ίδιο όταν έγινε σύγκριση του σκορ ποιότητας διατροφής προ 20 ετών (δεδομένα από το 1993), δείχνοντας ότι η σύνθεση της βακτηριακής χλωρίδας είναι πιθανώς διαχρονικών διατροφικών συνηθειών. Δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών ή με βάση την εθνικότητα, δείχνοντας έτσι ότι οι ιδιαίτερες διατροφικές συνήθειες με βάση την κουλτούρα δε φαίνεται να επηρεάζουν τη .

Διαφορετικές ομάδες τροφίμων είχαν διαφορετική επίδραση στη βιοποικιλότητα. Συγκεκριμένα, αυξημένη προσκόλληση στην κατανάλωση φρούτων (ιδιαίτερα φρούτων με φλούδα), και οσπρίων σχετίστηκε με μεγαλύτερη ποικιλία βακτηρίων στο έντερο.

Κοιτώντας συγκεκριμένα είδη βακτηρίων και μετά από προσαρμογή άλλων δεικτών στα στατιστικά μοντέλα, μόνο το είδος Actinobacteria συσχετίστηκε με την ποιότητα διατροφής σε όλους τους δείκτες. Συγκεκριμένα, άτομα στην ομάδα υψηλού σκορ είχαν 13-19% χαμηλότερη συγκέντρωση του συγκεκριμένου είδους. Συγκεκριμένα, το γένος Collinsella, το οποίο σχετίζεται με υψηλή χοληστερόλη, ήταν χαμηλότερο σε άτομα με υψηλό σκορ στους δείκτες.

Σημαντικό να αναφέρουμε ότι, προς έκπληξη και των ερευνητών, τα τέσσερα διαφορετικά σκορ ποιότητας διατροφής έδειξαν αξιοσημείωτα παρόμοια αποτελέσματα.

Η επίδραση συγκεκριμένων τροφών στην εντερική χλωρίδα είναι γνωστή, όμως η μελέτη αυτή εστιάζει στο συνολικό μοντέλο διατροφής και παρέχει στοιχεία για την ευεργετική δράση μιας υψηλής ποιότητας διατροφής.

Πρόκειται για μία πολύ σημαντική μελέτη παρατήρησης που, λόγω του μεγάλου δείγματος, μας δίνει πιο αξιόπιστα αποτελέσματα. Όμως, το δείγμα των 1.800 εθελοντών προήλθε από πρόσκληση 12.000 ατόμων, που σημαίνει ότι το ποσοστό απόκρισης ήταν χαμηλό (26%). Επίσης, ως μελέτη παρατήρησης, δεν μπορεί να αποδειχθεί σχέση αιτίου-αιτιατού, παρά μόνο συσχέτιση μεταξύ μεταβλητών.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΛΤΑΟΥΡΑΣ, Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, PhD-, ANutr

Πηγή: mednutrition.gr
PagasitikosNews logo

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

    Dark Mode

    "Αλιεύοντας" την είδηση