Βρίσκεστε εδώ: ΚΕΝΤΡΙΚΗ » ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » ΣΙΝΕΜΑ » Μετά το «Ψάχνοντας τον Νέμο» έρχεται το «Ψάχνοντας την Ντόρι»
Μετά το «Ψάχνοντας τον Νέμο» έρχεται το «Ψάχνοντας την Ντόρι»

Μετά το «Ψάχνοντας τον Νέμο» έρχεται το «Ψάχνοντας την Ντόρι»

Η διασημότερη χολιγουντιανή οικογένεια του βυθού, ο Νέμο και ο Μάρλιν, ξανάρχεται στον κινηματογραφικό μας αφρό με το «Ψάχνοντας την Ντόρι», στο οποίο κεντρική ηρωίδα είναι μια μικρή ψαρίνα που ψάχνει τον δρόμο για τον ύφαλο όπου γεννήθηκε.

Δεκατρία χρόνια μετά το «Ψάχνοντας τον Νέμο» η Disney/Pixar ξαναβουτάει στα βαθιά, ενίοτε σκοτεινά νερά της ψυχολογίας του παιδιού με τρόπο άκρως ενδιαφέροντα και για τον ενήλικα.

Από τη χρυσή εποχή του οραματιστή Γουόλτ Ντίσνεϊ μέχρι τις περιπέτειες του Νέμο και της Ντόρι συνέβησαν τεκτονικές αλλαγές στον χώρο του . Οι χαρούμενες και αισιόδοξες οικογενειακές ταινίες κινουμένων σχεδίων μπήκαν στο περιθώριο, καθώς η Pixar προσάρμοσε τη θεματολογία της σε σύγχρονα προτα. Η κατηχητική προτροπή «σεβασμός στους μεγαλύτερους» έγινε «σεβασμός στο διαφορετικό που υπάρχει δίπλα σου» ή «σεβασμός στο περιβάλλον».

 Το 1937 στην πρώτη κινουμένων σχεδίων του Χόλιγουντ, ο Ντίσνεϊ αφαίρεσε ό,τι θα μπορούσε να τρομάξει την τρυφερή παιδική ηλικία από τη «» των σκοτεινών αδελφών Γκριμ. Στις αρχές της χιλιετίας, ο Αντριου Στάντον (σκηνοθέτης του «Ψάχνοντας τον Νέμο» και του «Ψάχνοντας την Ντόρι») διέλυσε τη συνοχή της παραδοσιακής οικογένειας και την της ευτυχίας, που έθρεψαν το όνειρο του Ντίσνεϊ.

Στο «Ψάχνοντας τον Νέμο», που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη καμπή είδους, ένα ψαράκι, που μεγαλώνει στη σκιά του θανάτου της μητέρας του, ζει μια περιπέτεια πρόωρης ενηλικίωσης. Ο μικρός Νέμο αγνοεί τον υπερπροστατευτικό πατέρα του, τον Μάρλιν, και πέφτει στην απόχη ενός δύτη. Η περιπέτειά του όμως δεν έχει ιδιαίτερο ειδικό βάρος. Ο Στάντον ενδιαφέρθηκε κυρίως για τη μονογονεϊκή οικογένεια (η μητέρα του Νέμο έγινε μια χαψιά από έναν καρχαρία) και για τον Μάρλιν, που πρέπει να πολεμήσει τους φόβους του και να ζήσει κι αυτός μια περιπέτεια στον ωκεανό. Στη σημερινή του η Ντόρι, που έχει απώλεια βραχείας μνήμης, παρασύρεται από ένα ρεύμα και αδυνατεί να θυμηθεί πού είναι το σπίτι της.

Επειτα από ένα χρόνο ξαναβλέπουμε την Ντόρι στον ύφαλο όπου ζουν ο Νέμο με τον Μάρλιν μετά το αίσιο τέλος της περιπέτειάς τους. Η δική της περιπέτεια είναι πιο κοντά στην κωμωδία (η ξεχασιάρα Ντόρι μονολογεί ακατάπαυστα σαν νευρωτική σε κατάσταση σύγχυσης) μέχρι την ώρα που μια ανάμνηση προκαλεί το πρώτο ρήγμα στη φαινομενικά ανέμελη ζωή της· «χωρίς μνήμη δεν έχεις προτα», λέει κάποια στιγμή.

Το «Ψάχνοντας την Ντόρι» είναι καλύτερο στο δεύτερο μέρος του, όταν έρχεται η στιγμή η Ντόρι να αποκτήσει ταυτότητα, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί εάν δεν μάθει ποια αληθινά είναι. Η αγάπη των γονιών της, που έχει κρατήσει ζωντανές κάποιες περιοχές της μνήμης της, θα λειτουργήσει σαν για την επιστροφή της στο σπίτι. Ο Νέμο, ο Μάρλιν και ο Χανκ (το γκρινιάρικο χταπόδι της παρέας) θα την βοηθήσουν.

Στο «Ψάχνοντας τον Νέμο», το θέλει να ξεφύγει από την επιτήρηση της οικογένειας και να συμπεριφερθεί όπως ο μεγάλος. Στο «Ψάχνοντας την Ντόρι» το , που ζει σε έναν κόσμο ρευστό, νιώθει την ανάγκη ενός σταθερού σημείου αναφοράς.

H πρωταγωνιστική παρουσία της Αντέλ Εξαρχόπουλος («Η Ζωή της Αντέλ») είναι το ισχυρό χαρτί του Γάλλου σκηνοθέτη Πιερ Γκοντό στο ερωτικό δράμα «Παράφορα». Το δυνατό σημείο τής σκηνοθεσίας του, πάντως, είναι μια αίσθηση διφορούμενου που σου αφήνει στις κομβικές σκηνές της ταινίας.

Ο Ζαν (Γκιγιόμ Γκαγιέν), διευθυντής σε φυλακή γυναικών, υποδειγματική για τον τρόπο σωφρονισμού και για τον σεβασμό των δικαιωμάτων των κρατουμένων, μπλέκει σε μια περιπέτεια που όμως δεν θυμίζει δράμα φυλακών, αλλά «Γαλάζιο Αγγελο». Ερωτεύεται μια νεαρή κρατούμενη, την Αννα, έφηβη που δεν θα μάθουμε ποτέ για ποιο λόγο αντιμετωπίζει ποινή 15 χρόνων. Από την πρώτη στιγμή που το βλέμμα της θα συναντηθεί με το δικό του, ο θεατής της ταινίας βρίσκεται διαρκώς με το ερώτημα: παίζει μαζί του για να τον χρησιμοποιήσει, ή πραγματικά τον έχει ερωτευθεί; Με τον Ζαν τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: η ερωτική επιθυμία για την κρατούμενη με το αγγελικό πρόσωπο τον οδηγεί σε ολέθρια σχέση.

Το «Τζέισον Μπορν» δεν μπορείς να το διαγράψεις μονοκονδυλιά, σίγουρα όμως δεν είναι η περιπέτεια που θα περίμενε κανείς από τον Πολ Γκρίνγκρας (ο σκηνοθέτης της δεύτερης και τρίτης ταινίας από τα βιβλία του Ρόμπερτ Λάντλαμ). Το βασικό πρόβλημα είναι σεναριακό, πράγμα που σημαίνει πως ο Γκρίνγκρας (ο οποίος συνυπογράφει το σενάριο) μπήκε στη μάχη με ακάλυπτα τα νώτα, ποντάροντας ίσως στη φήμη του ήρωά του.

Εννέα χρόνια μετά την ανάκτηση της μνήμης του ο Μπορν επανέρχεται στη δράση για να αποκαλύψει ένα μυστικό γύρω από το παρελθόν του και τη δολοφονία του πατέρα του. Παράλληλα, η ισορροπία στον κόσμο των κατασκόπων απειλείται από τα WikiLeaks.

 

 

πηγή:kathimerini.gr

PagasitikosNews logo

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

    Dark Mode

    "Αλιεύοντας" την είδηση