Βρίσκεστε εδώ: ΚΕΝΤΡΙΚΗ » ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ » ΣΙΝΕΜΑ » Η ταινία “Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις;” σε Μεταξουργείο και Αχίλλειον
Η ταινία “Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις;” σε Μεταξουργείο και Αχίλλειον

Η ταινία “Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις;” σε Μεταξουργείο και Αχίλλειον

Με την τινί Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις; σε σκηνοθεσία Μάριελ Χέλερ, συνεχίζονται οι προβολές της κινηματογραφικής κοινότητας του ΔΟΕΠΑΠ-ΔΗΠΕΘΕ του Δήμου Βόλου. Η ταινία θα προβληθεί την Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου στο Μεταξουργείο στην Ν.Ιωνία και την Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου στο Αχίλλειο. Ώρα έναρξης 21:30.

Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις;

Can You Ever Forgive Me?

ΗΠΑ, 2018

Σκηνοθεσία: Μάριελ Χέλερ

Σενάριο: Νικόλ Χολοφσένερ, Τζεφ Γουάιτι

Φωτογραφία: Μπράντον Τροστ

Μοντάζ: Αν ΜακΚέιμπ

Μουσική: Νέιτ Χέλερ

Πρωταγωνιστούν: Μελίσα ΜακΚάρθι, Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ

Διάρκεια: 107 λεπτά

Διανομή: Odeon

Η αληθινή ιστορία της συγγραφέως Λι Ίσραελ που έμεινε γνωστή περισσότερο για τις παραχαράξεις κειμένων και υπογραφών διασήμων συγγραφέων με σκοπό τα προς το ζην, παρά για το της. Η Χέλερ κάνει μια αξιοπρεπή ταινία που απογειώνεται από την εκπληκτική, δραματική, αιχμηρή ερμηνεία τής κατά τα άλλα κωμικού Μελίσα ΜακΚάρθι και από τον Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ που, κάτω από το μπρίο του, έχει μια ευαισθησία που σπάει κόκαλα.

Ας παραδεχθείς πως είσαι 2.500% προκατειλημμένος ευνοϊκά στην θέα του Ρίτσαρντ Γκραντ ως Withnail 31 ολόκληρα χρόνια μετά την μυθική ταινία του Μπρους Ρόμπινσον. Ας παραδεχθείς ακόμα πως με Λου Ριντ, Μπράιαν Φέρι, Πολ Σάιμον και “Ill be seeing you” στο (έχει κι άλλα πολλά) soundtrack θα είχες αγαπήσει και πολύ μετριότερες ταινίες. Ας παραδεχθείς τέλος πως η Μελίσα ΜακΚάρθι, έστω κι αν δυσκολεύεσαι κάμποσο με το ως σήμερα κινηματογραφικό της προφίλ, θα χρειαστεί περίπου 11 δευτερόλεπτα για να σε πείσει πως «εδώ σκόπευα να φτάσω πάντα κι ας μην το καταλαβαίνατε οι υπόλοιποι».

Είναι οπωσδήποτε στοιχεία που μετράνε αυτά, αλλά ποτέ δεν είναι αρκετά για να φτιάξουν καλή ταινία. Σίγουρα ούτε καν αρκετά για να ευφρανθείς τόσο μ' ένα . Πριν απ' όλα όμως μια ταινία -κι αυτό πρέπει να το συνυπολογίζουμε οι γραφιάδες της – είναι να σου επισημάνει την ενδεχόμενη κυτταρική σου σχέση με το θέμα της, με την εποχή, με τις έγνοιες της. Κι εδώ η σύμπλευση είναι αρκετή για να συγχωρήσεις μικρά ατοπήματα, αρκετή ώστε να μην χορταίνουμε το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, μια από τις μεγάλες φιλίες του σινεμά, δίπλα σε όποια θέλετε από τις φημισμένες του παρελθόντος.

Εμείς του «Withnail & I» οι ασθενείς, βλέπουμε ξανά, 31 χρόνια μετά, μέσω ενός σεναριακού γραψίματος αισθαντικού κι οξυδερκούς (αξιότατη υποψηφιότητα, είθε και το βραβείο), τον δικό μας άνθρωπο Withnail, μ' εκείνο το σπινθήρισμα στο βλέμμα, πάντα οξύ, πάντα εύθρυπτο δραματικά, πάντα χιουμοριστικό, πάντα καλόψυχο, πάντα κατάμονο. Λες κι εκείνη η πρώϊμα ανδρική μελαγχολία του '87, που ψυχανεμιζόταν πόσο ασυντρόφευτη ζωή θα ζήσει, επιβεβαιώθηκε/μετουσιώθηκε τ, σε τούτο εδώ το καλοδιαβασμένο δράμα που ολοκάθαρα τον αναβιώνει.

Κι όμως ακόμα και τ, που η ζωή δεν ήταν τόσο καλή μαζί του, η σπίθα είναι πάντα εκεί, η φλόγα τρεμοσβήνει (πώς αλλιώς;), η δοτικότητα, ακόμα, πάντα έτοιμη, η μόλις συγκρατημένη συγκίνηση του να βρίσκεις μια αδελφή ψυχή (δεν μοιάζουν οι αδελφές ψυχές, ούτε εκ πρώτης όψεως, ούτε εκ δεύτερης), το αλάνθαστο στυλ του έκπτωτου αριστοκράτη (ο πραγματικός Όσκαρ Ουάιλντ του σινεμά είναι μόνο ο Ρίτσαρντ Γκραντ), του άνευ επιλογής κι ς πανέξυπνου βλάκα που δεν θα καταφέρει ποτέ του τίποτα και θα είναι ανά πάσα στιγμή του συναρπαστικότερος, αξιοπρεπέστερος και ευθέως καλύτερος κάθε απροίκιστου επιτυχημένου. Θέλει κότσια να βγάλεις τέτοιο ρόλο, Ρίτσαρντ Γκραντ, το ξέραμε από τις μικρότερες στιγμές σου, το είδαμε και στην μέγιστη, άργησαν φριχτά να σε αναγνωρίσουν κι οι υπόλοιποι, αλλά τελικά συνέβη.

Η αποκαλυπτική ΜακΚάρθι, στον ρόλο της συγγραφέως βιογραφιών Λι Ίσραελ, είναι ένας παχύσαρκος, ερίθυμος, βαρυκίνητος, αλκοολικός όλεθρος ανθρώπου, έτοιμη να παίξει το δικό της «Barfly», έτοιμη να ήταν δίπλα σε κοτζάμ Τζακ Νίκολσον σ' εκείνο το ωραίο αλλά ξεχασμένο «Ironweed» του Μπαμπένκο, στον όποιον ρόλο αλκοολικής, με όποιο κείμενο, αντικείμενο και πρωταγωνιστή απέναντί της. Έχει πιάσει τον ρόλο από τα κέρατα και του δείχνει πώς θα έπρεπε να παιχτεί, βλέπεις στο πρόσωπό της ένα από τα μεθοδικά κλιμακούμενης ηρεμίας tour de force με την απίστευτη πυγμή του να φτιάχνεις ρόλο από μέσα και στο πρόσωπό σου να συναντώνται οι δυνάμεις του σύμπαντος, που έλεγε κι ο , να πετυχαίνεις αντιφάσεις μ' ένα λάκκωμα στο (παχύσαρκο ε!, όχι με εύκολη ρυτίδα στο σκελετωμένο) μάγουλο, ένα χάσιμο της φωνής, ένα κατέβασμα του προσώπου ή απλά δίχως την παραμικρή κίνηση, το τέλειο αποσβόλωμα.

Κι όλ' αυτά σε ένα «εργάκι» που αναγκαστικά θα περάσει στα εισπρακτικά ψιλά – είπαμε θέλει κυτταρική σχέση, δεν γίνεται με κινητά, nachos και fb stories η εξομολόγηση – κι ας μιλάει για τη μοναξιά, τους καιρούς που άλλαξαν, το γράψιμο, την παραχάραξη, τη λογοκλοπή αλλά και το (καπιταλιστικό, επίσης) παιχνίδι των περί της τέχνης με την υπογραφή, που ενίοτε αχνή σχέση έχει με την ουσία, τον κονφορμισμό και την de profundis καλλιτεχνική έκφραση που πλέον οριστικά μοιάζει να έχει συνδεθεί με το κέρδος.

Σε κάθε περίπτωση το έργο έχει βρει μια τονική τελειότητα που για μια από εκείνες τις σπάνιες φορές συνδέεται άρρηκτα με τους χαρακτήρες οπότε και νοιάζεσαι αφόρητα για δαύτους – ας αναφέρουμε εκ νέου πως ύφος είναι αυτό που χαρίζει το σενάριο, τόνος είναι αυτό που θέλει ο σκηνοθέτης να νοιώσουμε εμείς. Όταν οι αρετές είναι υπαρξιακές, η κριτική στις καλλιτεχνικές υποδιαιρέσεις περιττεύει – θα ήθελα να μην υπήρχε ένα εύχαρο κρούσμα «catch me if you can» ας πούμε -που λατρεύεται μεν αλλά εκείνο είναι σινεμά μεγάλου κοινού με ευαισθησίες περιορισμένου, τούτο είναι για λίγους έτσι κι αλλιώς.

Αλλά και τι έγινε; Οι να κροταλίζουν στο ποτήρι, το βινύλιο να γυρίζει στο πικάπ, η ΜακΚάρθι να απολογείται έτσι στο δικαστήριο (στον εαυτό της, σ' εμάς), ο Withnail να μπαίνει κουτσαίνοντας με το μπαστούνι του, οι άνθρωποι να κοιτάζονται, να απελπίζονται και να ξανασηκώνονται έτσι, πολλά θέλει ο να κλάψει νομίζεις;

Η Χέλερ κάνει μια αξιοπρεπή, συμβατική ταινία που, ωστόσο, απογειώνεται από την εκπληκτική, δραματική, αιχμηρή ερμηνεία τής κατά τα άλλα κωμικού Μελίσα ΜακΚάρθι και από τον Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ που, κάτω από το μπρίο του, έχει μια ευαισθησία που σπάει κόκαλα.

PagasitikosNews logo

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

    Dark Mode

    "Αλιεύοντας" την είδηση