Βρίσκεστε εδώ: ΚΕΝΤΡΙΚΗ » ΠΑΙΔΕΙΑ » Αφιέρωμα: Ιδιωτική εκπαίδευση
Αφιέρωμα: Ιδιωτική εκπαίδευση

Αφιέρωμα: Ιδιωτική εκπαίδευση

Με ποιά κριτήρια επιλέγουμε σχολείο

Η  για το κατάλληλο ιδιωτικό σχολείο θα πρέπει να γίνει με οργάνωση και μεθοδικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις προτεραιότητες, τις ανάγκες, τις ιδιαιτερότητες της οικογένειας αλλά και του ίδιου του παιδιού.

Πρωτεύον κριτήριο είναι, φυσικά, η ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται αλλά και η φιλοσοφία του σχολείου. Με δεδομένο ότι όλα τα εκπαιδευτικά προγράμματα είναι σχεδιασμένα ώστε να παρέχουν το υψηλότερο επίπεδο γνώσης, οι γονείς θα πρέπει να εντοπίσουν το σχολείο εκείνο του οποίου το όραμα και η φιλοσοφία προσεγγίζουν τη δική τους. Επίσης, μπορούν να διαπιστώσουν το βαθμό και τον τρόπο οργάνωσης της λειτουργίας του σχολείου, καθώς και τις επιδόσεις- επιτυχίες των μαθητών του στις Πανελλαδικές εξετάσεις, σε ευρωπαϊκά ή και παγκόσμια συνέδρια, προγράμματα και διαγωνισμούς. Η γνωριμία και η συζήτηση με τον διευθυντή του εκπαιδευτηρίου είναι συχνά καθοριστική για να σχηματίσουν οι γονείς μια ολοκληρωμένη εικόνα.

Θα πρέπει να ενημερωθούν για το πρόγραμμα των δραστηριοτήτων που προσφέρονται και ποικίλλουν, από ξένες γλώσσες και θέατρο μέχρι σπορ και μουσική, και να διαπιστώσουν ποιες παρέχονται δωρεάν και σε ποιες υπάρχει επιπλέον οικονομική επιβάρυνση. Στη διακριτική τους ευχέρεια είναι επίσης να ζητήσουν να μάθουν πόσοι μαθητές τοποθετούνται σε κάθε τάξη – ο ανώτατος επιτρεπόμενος αριθμός παιδιών (τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά σχολεία) είναι 28, αν και συνήθως στα είναι πολύ χαμηλότερος.

Μία ακόμη σημαντική παράμετρος είναι, φυσικά, η απόσταση από τον τόπο κατοικίας. Αν ο χρόνος μετακίνησης από το σπίτι έως το σχολείο είναι μεγάλος, το παιδί θα φτάνει στην τάξη κουρασμένο και η απόδοσή του θα είναι μειωμένη. Βέβαια, το γεγονός ότι για τη μεταφορά των μαθητών χρησιμοποιούνται σχολικά λεωφορεία καθιστά την ασφάλεια ένα ακόμη θέμα που θα πρέπει να ελέγξουν οι γονείς.

 

Παιδικός σταθμός και νηπιαγωγείο: κοινωνικοποίηση

Η προσχολική αγωγή είναι ίσως η πιο σημαντική βαθμίδα εκπαίδευσης, αν και αρκετά υποβαθμισμένη στην Ελλάδα, γιατί τα παιδιά δεν… βαθμολογούνται. Για πρώτη φορά στη ζωή του το παιδί επιχειρεί να ενταχθεί σε ομάδα και έρχεται αντιμέτωπο με ένα καινούργιο μέρος, ένα χώρο που μπορεί να του φαίνεται τεράστιος, αχανής, δύσκολος. Παράλληλα, καλείται να ικανοποιήσει έναν άγνωστο ενήλικο, τη δασκάλα του. Η προσχολική αγωγή έχει βασικό στόχο την κοινωνικοποίησή του. Σιγά-σιγά, το παιδί μαθαίνει να αντλεί ευχαρίστηση από το να βρίσκεται με άλλους ανθρώπους έξω από την οικογένειά του, να απολαμβάνει το παιχνίδι μαζί τους, να εισπράττει σχόλια, αλλά και να έρχεται σε αντιπαράθεση, όπου θα κερδίζει ή θα χάνει. Και συγχρόνως, με εργαλείο το παιχνίδι, το οποίο χρησιμοποιείται ως Δούρειος Ιππος, περνάει σταδιακά στη διαδικασία της μάθησης.

Δημοτικό: ικανοποίηση από τη μάθηση

Το παιδί έχει πια μπει στη διαδικασία να στρέψει το συναισθηματικό του ενδιαφέρον προς τη μάθηση, γεγονός που του δίνει ικανοποίηση και ευχαρίστηση και διαμορφώνει την εικόνα που έχει για τον εαυτό του: π.χ. αν είναι καλός , νιώθει όμορφα και αισθάνεται ότι μπορεί να ζητάει πράγματα από τους άλλους. Υπάρχουν, ωστόσο, παιδιά με διαφορετικό ρυθμό ανάπτυξης, που μπορεί να μην είναι έτοιμα στα 6 τους χρόνια να φοιτήσουν στην Α΄ Δημοτικού. Κι ενώ στους ενηλίκους είμαστε σε θέση να δεχτούμε ότι ο καθένας μας έχει τους δικούς του ρυθμούς, στα παιδιά δεν το κάνουμε. Εκεί λοιπόν ο γονιός, εάν αντιληφθεί ότι το παιδί του δυσκολεύεται να τα καταφέρει ή σε κάτι υστερεί, οφείλει να ζητήσει τη γνώμη ενός ειδικού.

Γυμνάσιο: σχέδια για το μέλλον

Το Γυμνάσιο πρέπει να μπορεί να παρέχει στον έφηβο όλα τα απαραίτητα εφόδια για να μπορεί να επιλέξει, έστω και στο περίπου, τι θα ήθελε να κάνει μεγαλώνοντας. α τον βοηθήσει δηλαδή να φανταστεί τον εαυτό του, να αναγνωρίσει τις ικανότητές του, να κατανοήσει τι καταφέρνει και τι όχι και να αναδείξει τα ταλέντα του.

Λύκειο: συμμετοχή στις αποφάσεις

Η επιλογή του Λυκείου είναι σκόπιμο να αποτελεί συναπόφαση του εφήβου και των γονιών του, να έχει δηλαδή λόγο κι εκείνος. Η καλή σχέση μεταξύ τους αποτελεί προαπαιτούμενο, προκειμένου να καταλήξουν μαζί σε ποια μαθήματα θα κάνει φροντιστήριο και σε ποια όχι, σε τι σχολείο θα πάει -γενικό ή επαγγελματικό- κ.λπ. Διαφορετικά, είναι πιθανό να αρνηθεί να συνεργαστεί, να αντιδράσει έντονα στο μέλλον που «έχει προδιαγραφεί» γι' αυτόν ή ακόμη και να παρατήσει το σχολείο -συχνά μάλιστα με πολύ εντυπωσιακό τρόπο, π.χ. να αποβληθεί-, παρόλο που μπορεί να έχει τις ακαδημαϊκές ικανότητες να τα καταφέρει.

Βρεφονηπιακοί και παιδικοί σταθμοί: Πέντε ερωτήματα ζητούν απαντήσεις

1. Από ποια ηλικία;

Η ένταξη ενός νηπίου στο περιβάλλον του βρεφονηπιακού ή παιδικού σταθμού μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά γι' αυτό αν γίνει με προσοχή και ευθύνη από την πλευρά τόσο της οικογένειας όσο και των υπευθύνων της δομής. «Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι τα παιδιά πρέπει να παρακολουθούν προγράμματα προσχολικής εκπαίδευσης, γιατί αποκομίζουν πολλά γνωστικά και ψυχοκοινωνικά οφέλη από αυτά», εξηγεί ο κ. Σπυρίδων Τάνταρος, αναπληρωτής καθηγητής Αναπτυξιακής Ψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ. «Τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα στις μονάδες αυτές, μέσα από το παιχνίδι, να καλλιεργήσουν γνωστικές και κοινωνικές δεξιότητες. Οι δραστηριότητες που ακολουθούνται είναι πολλές και ποικίλες και περιλαμβάνουν μια γκάμα από τραγούδια και παιχνίδια μέχρι σωματικές ασκήσεις». Η ηλικία κατά την οποία οι γονείς θα εμπιστευθούν το παιδί τους στο σταθμό εξαρτάται, φυσικά, από τις υποχρεώσεις, τις ανάγκες και τις δεσμεύσεις της οικογένειας, καλό όμως θα ήταν -αν υπάρχει επιλογή- να μη γίνεται πριν από τα δύο ή και τρία του έτη, όταν βρίσκεται πια στην προσχολική φάση ανάπτυξης.

2. Για πόσες ώρες;

Το σύνολο των ωρών παραμονής ενός παιδιού σε μια δομή είναι πάντοτε σχεδόν προσαρμοσμένο στο πρόγραμμα και στις ανάγκες των γονιών. «Ο χρόνος που μένει ένα παιδί στον παιδικό σταθμό δεν είναι τόσο μεγάλο πρόβλημα, όσο ο τρόπος που αυτό βιώνεται από τους γονείς», επισημαίνει ο κ. Τάνταρος. «Αν αισθάνεται κανείς ότι “παρατάει” ένα παιδί και νιώθει ενοχικά γιατί δεν “είναι πλάι του”, οι αντιδράσεις των παιδιών, που πάντα καθρεφτίζουν το συναίσθημά μας, γίνονται πιο δύσκολες. Αν ένα παιδί έχει δυσκολίες και προβλήματα, το δείχνει με διάφορους τρόπους: απόσυρση και εσωστρέφεια ή επιθετική συμπεριφορά είναι μερικοί από αυτούς».

3. Πώς επιλέγουμε τον κατάλληλο;

Το πρώτο βήμα είναι μια επίσκεψη στο χώρο του βρεφονηπιακού ή παιδικού σταθμού, για να μπορέσουν οι γονείς να δουν τις εγκαταστάσεις και την ατμόσφαιρα, να γνωρίσουν και να συνομιλήσουν με τον ιδιοκτήτη-διευθυντή. Ανάμεσα στις πληροφορίες που θα πρέπει να συλλέξουν είναι ό,τι αφορά στο παιδαγωγικό πρόγραμμα, ειδικά για τις ηλικίες άνω των τριών ετών, ποιες είναι οι δραστηριότητες που γίνονται στη διάρκεια της ημέρας, τι περιλαμβάνει το μενού της διατροφής, πού και από ποιον παρασκευάζονται τα γεύματα. Υπάρχουν και κρίσιμες λεπτομέρειες που σχετίζονται με την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και μπορεί να τις διαπιστώσει ένας γονιός κάνοντας μια περιήγηση στο χώρο. Επίσης, μπορεί να ρωτήσει για τη φιλοσοφία, το πλαίσιο αγωγής και εκπαίδευσης των παιδιών. Ενα ακόμη κριτήριο είναι, βέβαια, το κόστος.

4.Τι προσόντα έχει το προσωπικό;

Σε έναν βρεφονηπιακό σταθμό όλες οι παιδαγωγοί πρέπει να είναι πτυχιούχοι διάφορων κατηγοριών, από ΙΕΚ ιδιωτικά ή δημόσια, από ΤΕΙ της χώρας, νηπιαγωγοί είτε υπάρχει συστεγαζόμενο νηπιαγωγείο -οπότε θα πρέπει να υπάρχει μια δεύτερη άδεια από το υπουργείο Παιδείας- είτε δεν υπάρχει.

5. Τι μαθαίνουν τα παιδιά μας;

Ο παιδικός σταθμός δεν είναι, φυσικά, ένα «μικρό σχολείο», δεν έχει ένα αυστηρά δομημένο πρόγραμμα «μαθημάτων», ούτε όμως πρέπει να λειτουργεί μόνο σαν χώρος παραμονής και φύλαξης βρεφών ή νηπίων. «Είναι δεδομένο ότι ο γραμματισμός των μικρών παιδιών ξεκινά από την ηλικία των τριών ετών, με όλες εκείνες τις βιωματικές δραστηριότητες και διεργασίες που θα οδηγήσουν, περίπου τρία χρόνια μετά, ένα παιδί στην Α΄ Δημοτικού να γράφει και να διαβάζει σωστά», διευκρινίζει ο κ. Αρης Καντάς, πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Ιδιωτικών Παιδικών Σταθμών. «Είναι απαιτητό, λοιπόν, ένα πρόγραμμα με κάποια σχέδια εργασίας προσαρμοσμένο σε αυτές τις ηλικίες».

Μοντεσοριανό μοντέλο: Μια διαφορετική εκπαιδευτική προσέγγιση

Tο σχολικό περιβάλλον αποτελείται από ομάδες παιδιών διαφορετικών ηλικιών (3 – 6, 6 – 9 κ.λπ.), τα οποία επιλέγουν τα ίδια τη δραστηριότητα με την οποία θα ασχοληθούν, ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και τον ατομικό τους ρυθμό.  Βασικό «κλειδί» η εργασία των μαθητών σε αδιάλειπτους χρονικούς «κύκλους», χωρίς διακοπή, ώστε να μπορεί να επιτυγχάνεται η συγκέντρωσή τους. «Λένε συχνά για τη μοντεσοριανή εκπαίδευση ότι το παιδί κάνει ό,τι θέλει. Ή το ακριβώς αντίθετο, ότι το πλαίσιο είναι πολύ αυστηρό.

Η ουσία, όμως, βρίσκεται στη χρυσή τομή: δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία εάν δεν υπάρξουν ξεκάθαρα όρια», σημειώνει η Ειρήνη Φαφαλιού, διευθύντρια σπουδών στο Μοντεσσοριανό Εργαστήρι, φορέα εκπαίδευσης ενηλίκων στη μοντεσοριανή αγωγή. «Εχουμε λοιπόν τρεις : επιστρέφω ό,τι χρησιμοποιήσω εκεί όπου το βρήκα και στην κατάσταση που το βρήκα, δεν διακόπτω τον συμμαθητή μου όταν εργάζεται και δεν κάνω κακό στον εαυτό μου ή στους άλλους. Μέσα, λοιπόν, σε αυτά τα όρια το παιδί έχει την ελευθερία του».

Θεμελιώδης αρχή του μοντεσοριανού μοντέλου είναι η ελεύθερη επιλογή δραστηριοτήτων από το παιδί. «Στην ουσία δεν διαλέγει ό,τι θέλει, αλλά επιλέγει μεταξύ των δραστηριοτήτων που του έχουν δείξει οι παιδαγωγοί. Προοδευτικά, όσο περνάει ο καιρός, η γκάμα διευρύνεται», εξηγεί η κ. Φαφαλιού. «Η ελεύθερη επιλογή προδιαθέτει προς τη μάθηση και βοηθά στην αποτελεσματικότερη αφομοίωση της ύλης. Οταν το παιδί έχει τη δυνατότητα να διαλέξει και να αναλάβει την ευθύνη γι' αυτό που θα μάθει, θα το κάνει πολύ πιο εύκολα…».

Εξωσχολικές δραστηριότητες

H ένταξη απογευματινών δραστηριοτήτων στο πρόγραμμα του παιδιού καθώς και η επιλογή τους θα πρέπει να γίνονται έπειτα από ώριμη σκέψη, ενημέρωση, αναζήτηση και συζήτηση με το ίδιο το παιδί.
Από ποια ηλικία και πόσες;

«Καλό είναι να μη φορτώνουν οι γονείς τα παιδιά με εξωσχολικές δραστηριότητες, να επιλέγουν μία ή το πολύ δύο, ύστερα από συζήτηση με τους ειδικούς για καθεμιά από αυτές και, βεβαίως, με γνώμονα και την επιθυμία/αντίδραση του ίδιου του παιδιού», συμβουλεύει ο αναπληρωτής καθηγητής Αναπτυξιακής Ψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ Σπυρίδων Τάνταρος, ο οποίος μας διευκρινίζει ότι «η ηλικία εισαγωγής στις διαφορετικές δραστηριότητες συναρτάται με το είδος τους.

Δεν είναι το ίδιο να μαθαίνει ένα παιδί ένα μουσικό όργανο μέσα από πολύ εξειδικευμένες παιγνιώδεις προσεγγίσεις με το να παίζει ποδόσφαιρο, ας πούμε. Το δεύτερο απαιτεί να έχει περάσει αναπτυξιακά ένα παιδί στη σχολική ηλικία, να έχει περάσει περίπου τα έξι χρόνια». Αυτό όμως που καλό θα ήταν να συνυπολογίζουν οι γονείς, επισημαίνει η κ. Μαρία Παπαδημητρίου, ψυχίατρος παιδιών και εφήβων, συνεργάτιδα της Διαγνωστικής και Θεραπευτικής Μονάδας για το Παιδί «Σπύρος Δοξιάδης», είναι ότι «είναι πολύ σοβαρή υπόθεση να αφήνουμε χρόνο για ελεύθερο δημιουργικό παιχνίδι: όχι μπροστά σε υπολογιστές και ταμπλέτες, αλλά με τουβλάκια, κούκλες και κουκλόσπιτα».

Με ποια κριτήρια πρέπει να επιλέγονται

Οι επιθυμίες, οι κλίσεις, τα ταλέντα, τα ενδιαφέροντα, οι ικανότητες του παιδιού θα υποδείξουν ουσιαστικά την κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει ο γονιός να κινηθεί ώστε να επιλέξει δραστηριότητες για τις οποίες το παιδί του θα δείχνει ενδιαφέρον και θα τις απολαμβάνει. «Χρειάζεται να ακούμε το παιδί», επιμένει η κ. Μαρία Παπαδημητρίου. «Οταν μας λέει ότι δεν θέλει να πάει σε αυτήν τη δραστηριότητα έπειτα από δύο μήνες που πήγε ή ότι δεν του αρέσει, δεν είναι καπρίτσιο. Χρειάζεται επίσης να σκεφτούμε ότι ένα παιδί μπορεί να μην είναι απαραίτητα έτοιμο για να ξεκινήσει μια συγκεκριμένη δραστηριότητα».

Σε ποια ηλικία να αρχίζουν ;

Τόσο τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών όσο και η ιδιωτική προσχολική εκπαίδευση προσφέρουν συνήθως τη δυνατότητα μιας πρώτης γνωριμίας με την ξένη γλώσσα (συνήθως την αγγλική), με βιωματικό τρόπο μέσα από τραγούδια, παιχνίδια, διαδραστικούς πίνακες κ.λπ.

«Η επαφή με την ξένη γλώσσα στην προσχολική ηλικία βοηθά στην εξοικείωση του παιδιού με αυτήν ως γλωσσικό άκουσμα και του εξασφαλίζει συνήθως καλή προφορά στο μέλλον. Αυτή την εξοικείωση δεν πρέπει ωστόσο να τη συγχέουμε με την οργανωμένη εκμάθηση, που έρχεται αργότερα στο δημοτικό σχολείο, όπου το παιδί μαθαίνει να γράφει, να διαβάζει, να έχει εργασίες στο σπίτι κ.λπ.», παρατηρεί η κ. Μαρία Καπετανοπούλου, καθηγήτρια αγγλικής γλώσσας.

Αν πάντως το παιδί δεν έχει ξεκινήσει μέχρι την Α΄ Δημοτικού την ξένη γλώσσα, καλό είναι να μη βιαστούμε να το γράψουμε στο φροντιστήριο, αλλά να περιμένουμε να κατακτήσει πρώτα τη γραφή και την ανάγνωση στη μητρική του γλώσσα. Εξάλλου, οι μαθητές του Δημοτικού εισάγονται έτσι κι αλλιώς στην Αγγλική από την Α΄ τάξη (και στα ολοήμερα δημόσια δημοτικά σχολεία με Ενιαίο Αναμορφωμένο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα) μέσω ειδικού εκπαιδευτικού υλικού.

Αθλητικές δραστηριότητες: Aπό λίγων μηνών στην πισίνα

Η  ενασχόληση με τον αθλητισμό βοηθά στη σωστή ανάπτυξη του μυοσκελετικού και του καρδιαγγειακού συστήματος. Μπορεί να λειτουργήσει προληπτικά ενάντια σε παθήσεις της καρδιάς, των αρτηριών, στη μέση και στα γόνατα, ενώ το παιδί κατακτά σωστή στάση σώματος. Φυσικά στον αθλητισμό βρίσκει εφαρμογή πάντα το ρητό «ους υγιής εν σώματι υγιεί». Ειδικά σε μεγαλύτερη ηλικία, που τα παιδιά βλέπουν τις αλλαγές στο σώμα τους και πόσο καλό τούς κάνει η άσκηση, αποκτούν αυτοπεποίθηση και το γεγονός ότι επιτυγχάνουν τους στόχους τους ενισχύει την αυτοεκτίμησή τους. Η άσκηση, φυσικά, δίνει χαρά και αίσθημα ευεξίας. Επιπροσθέτως, συμβάλλει στην κοινωνικοποίησή τους, γιατί ακόμη και τα ατομικά αθλήματα τα κάνουν παρέα με άλλα παιδιά.

Το μόνο άθλημα που μπορεί να ξεκινήσει ένα παιδί λίγων μηνών είναι η κολύμβηση. Από 2 μέχρι 5 ετών καλό είναι η άσκηση και το σπορ να έχουν την έννοια του παιχνιδιού, όπως κρυφτό, σχοινάκι, μπάλα, τρέξιμο, παιδική χαρά, γιατί ακόμη το παιδί δεν έχει αναπτύξει τις κινητικές του δεξιότητες, δεν είναι ώριμο ψυχολογικά και πνευματικά, δεν έχει αντίληψη και ισορροπία. Εκεί η έννοια του σπορ είναι συνυφασμένη με το παιχνίδι και είναι καλό οι γονείς να το κάνουν αυτό, να βγάζουν τα παιδιά έξω να τρέχουν, να παίζουν με την μπάλα.

Από 5 έως 7 χρόνων γίνεται πιο οργανωμένο το παιχνίδι, μπορούν να ξεκινήσουν αθλήματα που έχουν απλές κινητικές δεξιότητες, δηλαδή ρυθμική, ενόργανη (όχι βέβαια σε αγωνιστικό επίπεδο), τένις, πολεμικές τέχνες, μίνι ποδόσφαιρο και φυσικά στίβο. Μετά τα 8, μπαίνουν τα ομαδικά αθλήματα, γιατί τα παιδιά έχουν αποκτήσει καλύτερη αντίληψη του χώρου, τι σημαίνει συνεργασία με τους συναθλητές, τι είναι ο αντίπαλος. Μπορούν να ασχοληθούν με ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ, χάντμπολ, γιατί πια μπορούν να συνεργαστούν, να ακολουθήσουν και τακτική. Η ενασχόληση των παιδιών σε μικρή ηλικία με ένα άθλημα σε αγωνιστικό επίπεδο θα μπορούσε να επιβαρύνει το σώμα τους και να προκαλέσει προβλήματα στο σκελετό και στην ανάπτυξή τους.

Καλό θα ήταν, τέλος, να μην εστιάζουμε στον ανταγωνισμό. Να μην περνάμε στα παιδιά ότι στόχος είναι μόνο να κερδίζουμε.

Τέχνη: Η ζωγραφική σαν παιχνίδι

Μέσα από τη μουσική, τη ζωγραφική, τον πηλό και οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης μπορούν να ανοίξουν δρόμοι δημιουργίας και αυτό είναι πολύ ουσιαστικό. Μπορεί ένα παιδί να ωφεληθεί εκφράζοντας τα συναισθήματά του ή δικά του θέματα μέσα από την τέχνη, αλλά και να ανακαλύψει το ταλέντο του, που μπορεί να είναι το μοναδικό ταλέντο που έχει, και αυτό να είναι πολύ σημαντικό για την εικόνα που έχει για τον εαυτό του και την αυτοεκτίμησή του. Καλό, όμως, είναι να λάβουμε υπόψη και το εξής: ένα παιδί 6-7 ετών ζωγραφίζει -όπως αντίστοιχα παίζει- για να εκφραστεί.

Αν αυτό τον τρόπο έκφρασης τον μετατρέψουμε σε δομημένη δραστηριότητα με ωράριο, πρόγραμμα, δάσκαλο, υποχρεώσεις, τσάντα, συμμαθητές, το πράγμα μπορεί να αλλάξει. Πάνω από όλα, λοιπόν, πρέπει να είμαστε σε θέση να αφουγκραστούμε το παιδί μας.

 

πηγή:kathimerini.gr

 

PagasitikosNews logo

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

    Dark Mode

    "Αλιεύοντας" την είδηση