Το #MeToo έφτασε και στην Ελλάδα
Τον Οκτώβριο του 2018, ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση μαζικών καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση και παρενόχληση κατά του παραγωγού Χάρβεϊ Oυάινσταϊν, περισσότεροι από 200 άντρες στις ΗΠΑ είχαν ήδη χάσει τις θέσεις ισχύος που κατείχαν μέχρι να έρθουν αντιμέτωποι με αντίστοιχες κατηγορίες.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο αριθμός των γυναικών που κατήγγειλαν περιστατικά αυξήθηκε. Πολλές πολιτείες κατήργησαν κάποιες συμφωνίες μη κοινολόγησης που απέτρεπαν θύματα από το να μιλήσουν. Aλλες διεύρυναν νόμους κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο και κατέστησαν υποχρεωτική την εκπαίδευση περί παρενόχλησης.
Τώρα –σχεδόν τέσσερα χρόνια αργότερα, στα οποία μεσολάβησε ο βιασμός και η δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη το 2018 και πάνω από 10 γυναικοκτονίες μόνο το 2020– το κίνημα #MeToo εμφανίζεται και στην Ελλάδα. Την αρχή έκανε η Σοφία Μπεκατώρου, όταν μίλησε για τον βιασμό που υπέστη το 1998 από παράγοντα της Ομοσπονδίας Ιστιοπλοΐας. Λίγες ημέρες αργότερα, οι δημόσιες καταγγελίες της Ζέτας Δούκα περί λεκτικής και ψυχολογικής βίας που υπέστη από τον Γιώργο Κιμούλη άνοιξαν έναν ασκό καταγγελιών παρενόχλησης και βίας στον καλλιτεχνικό χώρο που δεν μοιάζει να έχει τέλος.
Τελευταίο περιστατικό η σημερινή καταγγελία εις βάρος πασίγνωστου πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη για βάναυση σεξουαλική κακοποίηση.
Σιγά σιγά, όχι τόσο στην τηλεόραση αλλά στα κοινωνικά δίκτυα, σε εφημερίδες, ή έστω μεταξύ τους, θύματα έχουν ξεκινήσει να μιλούν. Η ερώτηση, όμως, παραμένει: Θα αλλάξει κάτι;
Αλλά απαιτείται ακόμη πολλή δουλειά. Πολλές γυναίκες δεν γνωρίζουν πως υπάρχει δημόσιο δίκτυο δομών που προσφέρει υπηρεσίες, συμβουλευτικά κέντρα, ξενώνες, γραμμή SOS. Κι άλλες πάλι δεν καταγγέλλουν ή δεν προχωρούν τις νομικές διαδικασίες, διαδικασίες που όπως λέει η κ. Βουγιούκα διαρκούν καιρό, γιατί δεν έχουν οικονομική υποστήριξη. «Δεν έχει μόνο η πολιτεία υποχρέωση, έχουν όλοι οι θεσμικοί φορείς – μέχρι να προκύψει το ζήτημα με τόση ορατότητα δεν είχαμε ξαναμιλήσει σαν κοινωνία για τη συναίνεση», δηλώνει. «Η Σοφία Μπεκατώρου άνοιξε ένα συγκλονιστικό δρόμο».
Τρεις δικηγόροι λένε στην «Κ» πως νομικό κενό δεν υπάρχει. «Στο ποινικό δίκαιο το πλαίσιο είναι πλήρες και επαρκές για όλες αυτές τις συμπεριφορές», αναφέρει ο ποινικολόγος και καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ηλίας Αναγνωστόπουλος, αλλά τονίζει πως πρέπει να δοθεί βάρος σε θεσμούς που να μπορούν να δέχονται καταγγελίες. «Να υπάρξει μηχανισμός που να είναι έτοιμος να υποστηρίξει τα πρόσωπα που καταγγέλλουν, να υπάρχουν διαθέσιμοι δικηγόροι», συμπληρώνει. «Αν καταναλωθούμε απλώς σε ιστορίες, περάσει αυτό το κύμα και δεν ενισχυθούν οι θεσμοί, δεν θα κάνουμε τίποτα, η κυριότερη πρόοδος θα επιτευχθεί με αλλαγή κουλτούρας», τονίζει, λέγοντας πως αυτό θα δημιουργήσει αντικίνητρο σε επίδοξους θύτες και θα δώσει θάρρος σε θύματα να καταγγείλουν. Συμπληρώνει πως πάντα πρέπει να έχουμε υπ' όψιν ότι κάποιες κατηγορίες μπορεί να είναι αναληθείς, ενώ ο δικηγόρος και καθηγητής Δημήτρης Λαδάς, σημειώνει ότι ο νομικός «πρέπει να κάνει τις λεγόμενες σταθμίσεις». Η πολιτεία, συμπληρώνει, έχει νομοθετικά αντιστρέψει το βάρος της απόδειξης – «πρέπει ο παρενοχλών να αποδείξει ότι δεν το έκανε». Ο ίδιος πιστεύει πως αυτό που συμβαίνει τώρα θα οπλίσει «πιο απλούς ανθρώπους με θάρρος ώστε να μη σκύβουν το κεφάλι και να αντιδρούν», όμως σε άλλα μέρη της χώρας, στις πιο κλειστές κοινωνίες της επαρχίας, τα πράγματα μπορεί να λειτουργούν διαφορετικά.
Ο κίνδυνος να μετατραπεί το πρόβλημα σε κουτσομπολιό
Πέρα από τις απαραίτητες αλλαγές που πρέπει να γίνουν σε θεσμική βάση, το πρόβλημα είναι βαθύ και οι ουσιαστικές λύσεις δύσκολες. «Υπάρχουν διατάξεις που προστατεύουν τις εργαζόμενες από τη σεξουαλική παρενόχληση κάθε είδους», λέει στην «Κ» ο δικηγόρος στον Αρειο Πάγο και καθηγητής Ιωάννης Ληξουριώτης. «Το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, είναι οι εγκατεστημένες στην κοινωνία σεξιστικές αντιλήψεις».
Στις περισσότερες –αν όχι σε όλες– τις δημόσιες καταγγελίες στην Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες, οι αναφερόμενοι θύτες έχουν δύο βασικά κοινά: είναι άνδρες σε θέσεις εξουσίας.
Ο Βασίλης Παυλόπουλος, καθηγητής Διαπολιτισμικής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ, τονίζει πως η συσχέτιση τέτοιων συμπεριφορών με το φύλο είναι επικίνδυνη, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος να καταλογιστούν λανθασμένα σε βιολογικούς παράγοντες. «Το γεγονός ότι είναι άνδρες σε θέση εξουσίας έχει κάτι να μας πει για τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται η εξουσία στην κοινωνία μας», δηλώνει.
«Η πατριαρχία και η υπεροχή των ανδρών σε θέματα που είχαν να κάνουν με τη διαχείριση δημοσίων πραγμάτων δεν μπορεί να αλλάξει ριζικά μέσα σε λίγα χρόνια», σημειώνει, «παρόλο που έχουν γίνει πολλά βήματα σε αυτή την κατεύθυνση».
Η τωρινή συζήτηση, το ότι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται πως έχουν βήμα να εκφράσουν κάτι που παλαιότερα ίσως δεν μπορούσαν, είναι ένα από αυτά τα βήματα και είναι απόρροια αλλαγών που έχουν συντελεστεί με πολύ αγώνα. «Αλλά δεν έχουμε φτάσει στον στόχο», λέει ο κ. Παυλόπουλος. Το πρόβλημα έχει να κάνει με προνόμια και ανισότητες αιώνων – αλλά δεν είναι μόνο φυλετικό. «Οπου συσσωρεύεται εξουσία και όπου γίνεται με τρόπους αδιαφανείς, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα κατάχρησης», σημειώνει.
«Είναι τεράστιο θέμα η σχέση εξουσίας και βίας», λέει η Αννα Λάζου, επίκουρη καθηγήτρια Φιλοσοφικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, «ένα βαθύτατο πολιτισμικά και φιλοσοφικά θέμα, σκοτεινό σημείο της ανθρώπινης φύσης, και παρότι έχουμε εκπολιτιστεί αρκετά, μέσα στους αιώνες δεν το έχουμε αποβάλει».
Κάποιες μορφές που παίρνει αυτή η κατάχρηση είναι πιο εμφανείς, άλλες όχι τόσο – η κ. Λάζου φέρνει ως παράδειγμα τον γυναικείο λόγο στον ακαδημαϊκό χώρο, λέγοντας πως εκεί που ασκείται κάποια εξουσία, ο γυναικείος λόγος αντιμετωπίζεται σαν κάτι δευτερεύον, μικρότερης βαρύτητας.
Τα στερεότυπα
«Αυτό είναι πολύ υπόκωφο, υπάρχει ένας φόβος να βγούμε μπροστά με πυγμή, όταν εκφράζεται μια γυναίκα με πολύ δυναμισμό αντιμετωπίζεται με χαμόγελο, σαν να μην δικαιούται να παίρνει τον λόγο με αυτό τον τρόπο».
Τα στερεότυπα της ελληνικής κοινωνίας –βαθιά συντηρητική στο θέμα αξιών της γυναικείας προσωπικότητας ειδικά σε θέσεις υψηλής ευθύνης, λέει η κ. Λάζου, αλλά που διαχρονικά αποδίδει ένα ρόλο στους άνδρες πιο δυναμικό και κάποιες φορές τρομοκρατικό– μπορεί να ευθύνονται για τον φόβο κι αυτός για τη σιωπή. «Η σιωπή ίσως οφείλεται στον φόβο που οι κακές νόρμες και τα ταμπού μάς φόρτωσαν, πιστεύοντας ότι αν μιλήσουμε θα γίνουμε δυσάρεστες, θα χάσουμε από την επαγγελματική αναγνώριση – ίσως ήταν και παράλογος, μπορεί να μην γινόταν και τίποτα αν είχαμε μιλήσει», τονίζει.
Τόσο η ίδια όσο και ο κ. Παυλόπουλος επισημαίνουν πως η κακοποίηση, η παρενόχληση, η κατάχρηση εξουσίας δεν είναι φαινόμενα που περιορίζονται στον χώρο του πολιτισμού – υπάρχουν σε όλο το φάσμα της κοινωνίας. «Οι περιπτώσεις που τραβάνε περισσότερο τη δημοσιότητα είναι επόμενο να γίνονται στόχος, φοβάμαι ότι υπάρχει ένας κίνδυνος εκεί», αναφέρει ο κ. Παυλόπουλος, «να γίνει ένα πολύ σοβαρό ζήτημα ανισοτήτων μια κουβέντα κουτσομπολιού, με τον τρόπο με τον οποίο αναλωνόμαστε σε τηλεοπτικές δίκες που δεν έχουν καμία επίπτωση σε κανέναν, παρά μόνο καταναλώνουμε χρόνο και βάζουμε στο ενδιάμεσο διαφημίσεις».
«Θεωρώ ότι μπορεί να φέρει μια αλλαγή όταν το επεξεργαστούμε επί της ουσίας», λέει η κ. Λάζου, «και αγγίξουμε όλους τους χώρους, και όχι να εκτονωθούμε μόνο στα διάσημα πρόσωπα και στη σκανδαλοθηρία. Δεν είναι εκεί το θέμα, το θέμα είναι σε όλη την κοινωνία». Η ίδια λέει πως είναι δύσκολο να βρεθεί έστω μία γυναίκα που δεν έχει υποστεί κάποιου είδους βία. «Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη της αλλαγής που χρειάζεται, και να βοηθηθεί μέσω της εκπαίδευσης και των θεσμών. Να ενεργοποιηθούν οι θεσμοί, οι κοινωνικοί θεσμοί», σημειώνει. «Δεν πρέπει να “κοιμούνται” οι θεσμοί».