Βρίσκεστε εδώ: ΚΕΝΤΡΙΚΗ » FEATURED » Η Ελλάδα χάνει τον «πόλεμο της τσιπούρας» με την Τουρκία
Η Ελλάδα χάνει τον «πόλεμο της τσιπούρας» με την Τουρκία

Η Ελλάδα χάνει τον «πόλεμο της τσιπούρας» με την Τουρκία

ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΑΙΦΑΒΑ

Ωστόσο, το 2018 η Ελλάδα εισήγαγε από την Τουρκία 10.687 τό τσιπούρας και λαβρακίου, ποσότητα υπερδιπλάσια σε σύγκριση με το 2017. Μάλιστα, ήδη το α΄ δίμηνο του 2019 οι εισαγωγές των δύο αυτών προϊόντων από την Τουρκία ήταν αυξημένες κατά 40% και οι παράγοντες του κλάδου εκτιμούν ότι συνολικά το τρέχον έτος θα ανέλθουν σε περίπου 15.000 τό.

Υπάρχουν δύο λόγοι που συμβαίνει το παραπάνω, οι οποίοι παραπέμπουν στη γνωστή λαϊκή ρήση «βάζουμε τα χέρια μας και βγάζουμε τα μάτια μας», καθώς πρακτικές ελληνικών εταιρειών είναι αυτές που εφαρμόζονται εις βάρος του εγχώριου κλάδου ιχθυοκαλλιέργειας και μάλιστα προς όφελος, την ίδια ώρα, του κύριου ανταγωνιστή της, που είναι η Τουρκία.

To 90%-95% των πωλήσεων τουρκικών προϊόντων σε τσιπούρα και λαβράκι στην ελληνική αγορά δεν παραμένει στην Ελλάδα. Αυτό που κατά κόρον παρατηρείται ειδικά την τελευταία διετία είναι το εξής: η Ελλάδα χρησιμοποιείται ως πύλη για τη διοχέτευση των ποσοτήτων αυτών στις ευρωπαϊκές αγορές από εταιρείες-brokers που έχουν δημιουργήσει τουρκικές επιχειρήσεις στη χώρα μας. Στις εταιρείες αυτές, καθ' όλα νόμιμες, συμμετέχουν κυρίως άτομα που παλαιότερα εργάζονταν στα εμπορικά ελληνικών εταιρειών του κλάδου των ιχθυοκαλλιεργειών που έχουν πτωχεύσει ή βρίσκονται υπό πτώχευση. Μέσω, λοιπόν, του δικτύου διανομής που χρησιμοποιούν οι ελληνικές επιχειρήσεις, προκειμένου να φθάσουν τα ελληνικά ψάρια στις ξένες αγορές, στα ίδια δηλαδή φορτηγά, φορτώνονται και παλέτες με ψάρια που έχουν εισαχθεί από την Τουρκία. Τα προϊόντα αυτά πωλούνται ως τουρκικά με όλα τα νόμιμα παραστατικά. Το πρόβλημα για την ελληνική παραγωγή είναι ότι, μέσω του δικτύου της Ελλάδας, φθάνουν τα τουρκικά ψάρια σε ειδικό πελατολόγιο, στο οποίο μέχρι τώρα είχαν πρόσβαση μόνον τα ελληνικά προϊόντα.

Ας σημειωθεί δε ότι τα τουρκικά προϊόντα πωλούνται στις ευρωπαϊκές αγορές χωρίς να επιβαρύνονται με δασμούς, κάτι που δεν ισχύει και αντιστρόφως.

Το υπόλοιπο 5%-10% των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας που εισάγεται από την Τουρκία καταναλώνεται στην εγχώρια αγορά, και το τελευταίο διάστημα έχει εντοπιστεί και σε αυτή την κατηγορία προϊόντων το φαινόμενο των «ελληνοποιήσεων». Το κόλπο εν προκειμένω γίνεται με δύο τρόπους: είτε ανακατεύονται τα ελληνικά με τα τουρκικά ψάρια, που όλως τυχαίως μπορεί να βρίσκονται σε διπλανούς πάγκους, είτε τα τουρκικά πωλούνται ως ελληνικά. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, τέτοια φαινόμενα –που για την ώρα ευτυχώς δεν είναι ευρέως διαδεδομένα– έχουν εντοπισθεί κυρίως σε ιχθυοπωλεία της Βόρειας Ελλάδας, αλλά και στη Βαρβάκειο Αγορά, στο κέντρο της Αθήνας.

Με άλλα λόγια, όπως επισημαίνουν στελέχη των ελληνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στις ιχθυοκαλλιέργειες, «η Τουρκία με την ανοχή της Ελλάδας έχει καταφέρει να εκμεταλλεύεται στο έπακρο τα ευεργετήματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, χωρίς καν να είναι κράτος-μέλος, και δεν υπόκειται στους ελέγχους και στην τήρηση των αυστηρών πρωτοκόλλων παραγωγής που ισχύουν για την Ελλάδα στο πλαίσιο της Ε.Ε.».

Τα δύο παραπάνω φαινόμενα δεν είναι βεβαίως αυτά που έκαναν την Ελλάδα να χάνει σταθερά τα τελευταία χρόνια στον «πόλεμο της τσιπούρας», αλλά είναι σαφώς καταστάσεις που δεν συμβάλλουν στο να ορθοποδήσει ο πολλά υποσχόμενος αυτός κλάδος.

Όπως δείχνουν τα πλέον επίσημα στοιχεία που προέρχονται από τον Οργανισμό Τροφίμων του ΟΗΕ (FAO) και στα οποία έχουν γίνει η διασταύρωση, η επεξεργασία και η ανάλυση από την πλέον αξιόπιστη εταιρεία παγκοσμίως, τη νορβηγική Kontali, την ώρα που στην Ελλάδα διαφωνούσαν για το εάν θα ενώσουν τις δυνάμεις τους οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου, κουβαλώντας τεράστια δάνεια που οδήγησαν στην ανάληψη του ελέγχου τους από τις πιστώτριες τράπεζες, οι γείτονες, στην απέναντι πλευρά του υ, αύξαναν διαρκώς την παραγωγή τους. Ετσι, για παράδειγμα, ενώ το 2006 η παραγωγή της Τουρκίας σε τσιπούρα και λαβράκι ήταν 66.900 τόνοι και της Ελλάδας, την ίδια χρονιά, 111.000 τόνοι, δέκα χρόνια μετά, το 2016 η παραγωγή της Τουρκίας είχε διπλασιασθεί, φθάνοντας τους 134.000 τόνους, τη στιγμή που της Ελλάδας είχε υποχωρήσει στους 100.000 τόνους.

α σημειωθεί ότι το 2015 η παραγωγή στην Ελλάδα μειώθηκε κάτω από τους 100.000 τόνους και διαμορφώθηκε στους 99.000 τόνους. Ήταν η πρώτη χρονιά που τα στοιχεία δείχνουν την Τουρκία να εκθρονίζει την Ελλάδα από την πρώτη θέση σε ό,τι αφορά την παραγωγή τσιπούρας και λαβρακίου ιχθυοκαλλιέργειας.

Μείωση παραγωγής

Η τάση αυτή συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, με την ελληνική παραγωγή να διατηρείται περίπου στα ίδια επίπεδα και την τουρκική να αυξάνεται συνεχώς, αγγίζοντας τους 155.000 τόνους το 2018. Οι εκτιμήσεις που υπάρχουν για το τρέχον έτος είναι ότι η ελληνική παραγωγή θα διαμορφωθεί περίπου σε 118.000 τόνους, σχεδόν στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, και η τουρκική σε 154.000 τόνους.


Οι έριδες μεταξύ των εταιρειών του κλάδου, συχνά εις βάρος των μικρομετόχων τους, ο υπερδανεισμός τα προηγούμενα χρόνια, η απουσία κεντρικής στρατηγικής από την πολιτεία για την προώθηση των ελληνικών ψαριών και η έλλειψη του αναγκαίου χωροταξικού σχεδιασμού οδήγησαν έναν κλάδο, που ξεκίνησε με πολλές προοπτικές τη δεκαετία του '80, να φτάσει τελικά πριν από λίγα χρόνια στο χείλος του γκρεμού. 

Στο επίπεδο των εξαγωγών, η Ελλάδα εξακολουθεί να υπερτερεί της Τουρκίας, αν και με βραχεία κεφαλή και με ρυθμό ανάπτυξης εξαιρετικά χαμηλό. Το 2018, οι εξαγωγές της Ελλάδας αυξήθηκαν σε σύγκριση με το 2017 μόλις κατά 0,22% –μάλιστα στο λαβράκι κατέγραψαν υποχώρηση 1%– ενώ της Τουρκίας αυξήθηκαν το ίδιο διάστημα κατά περίπου 20%.

Η πλεονασματική παραγωγή στην Τουρκία, σε συνδυασμό με την υποτίμηση της τουρκικής λίρας, οδηγεί φέτος τις τιμές σε ιστορικό χαμηλό, κατά 10% κάτω σε σχέση με πέρυσι στο λαβράκι και κατά 5% χαμηλότερα στην τσιπούρα. Η τάση αυτή, μάλιστα, σύμφωνα με τους αναλυτές του κλάδου, αναμένεται να συνεχιστεί τουλάχιστον έως το προσεχές φθινόπωρο.

Η τελευταία μεγάλη ευκαιρία για την ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια

Μπορεί το 2019 να είναι μια χρονιά που οι τιμές των ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, είναι όμως και μια χρονιά-σταθμός για τον κλάδο στην Ελλάδα. Και αυτό διότι, εκτός απροόπτου, αναμένεται να ολοκληρωθεί η πολυαναμενόμενη συμφωνία μεταβίβασης των εταιρειών «Σελόντα» και «Νηρεύς» στον όμιλο «Ανδρομέδα». Συμφωνία που θα επιφέρει τη μεγάλη συγχώνευση στον κλάδο, όραμα που υπήρχε εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία, αλλά που τελικά βαίνει προς επίτευξη στην ουσία εξ ανάγκης.

Οι έριδες μεταξύ των εταιρειών του κλάδου, συχνά εις βάρος των μικρομετόχων τους, ο υπερδανεισμός τα προηγούμενα χρόνια, η απουσία κεντρικής στρατηγικής από την πολιτεία για την προώθηση των ελληνικών ψαριών και μάλιστα με τη μορφή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, αλλά ακόμη και η έλλειψη του αναγκαίου χωροταξικού σχεδιασμού, οδήγησαν έναν κλάδο που ξεκίνησε με πολλές προοπτικές τη δεκαετία του '80 να φτάσει τελικά πριν από λίγα χρόνια στο χείλος του γκρεμού.

Υπενθυμίζεται ότι προ του 2014 είχαν προηγηθεί η μη πραγματοποιηθείσα οραματική εξαγγελία του Γεωργιανού Κάκχα Μπεντουκίτζε για τη μεγάλη συγχώνευση στην ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια υπό το fund Linnaeus Capital Partners και η πρόταση-πρόσκληση του ιδρυτή της «Σελόντα» Γιάννη Στεφανή προς τον ιδρυτή της «Νηρεύς» Αριστείδη Μπελλέ για συγχώνευση των δύο εταιρειών. Κανένα από τα δύο σχέδια δεν είχε ευτυχή κατάληξη. Τόσο η «Σελόντα» όσο και η «Νηρεύς» οδηγήθηκαν η μία μετά την άλλη σε κεφαλαιοποίηση των χρεών τους, στη με επεισοδιακό τρόπο ανάληψη της διοίκησης από τις τράπεζες και τελικά στην πώληση της συμμετοχής των τελευταίων στις εταιρείες Amerra Capital Management LLC και Mubadala InvestmentCompany, μετόχους του ομίλου Ανδρομέδα.

Στελέχη του κλάδου που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα εδώ και χρόνια επισημαίνουν, πάντως, ότι κάποιοι από τους παλιούς βασικούς μετόχους με βαριές ευθύνες για την κακή πορεία των εταιρειών τους επιμένουν σε πρακτικές που δεν χαρακτηρίζονται ιδιαιτέρως θεμιτές. Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο παράδειγμα: όταν εκδόθηκαν οι μελέτες για τις Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ) και στις οποίες προβλέπονταν και νέες θέσεις για νέες μονάδες, εμφανίστηκαν κάποιες εταιρείες με αιτήματα για να καταλάβουν τις θέσεις και λαμβάνοντας προεγκρίσεις από τις οικείες περιφέρειες. Πίσω από τις εταιρείες αυτές φέρεται να βρίσκονται άτομα με υψηλή θέση στις παλιές διοικήσεις των μεγάλων εταιρειών του κλάδου και πλέον επιδίδονταν σε μια εμπορία προεγκρίσεων, έναντι φυσικά αντιτίμου. Ευτυχώς, μπήκε τέλος στο ζήτημα αυτό, καθώς αποφασίστηκε ότι δεν θα εκδίδεται καμία άδεια μέχρι να ολοκληρωθεί η χωροθέτηση των ΠΟΑΥ και έτσι μάλλον τελείωσε άδοξα –το μέλλον θα δείξει πιο καθαρά– αυτό το δείγμα της κακώς εννοούμενης ελληνικής εφευρετικότητας.

Η ολοκλήρωση της συγχώνευσης με τη δημιουργία του μεγάλου σχήματος από τις εταιρείες «Νηρεύς» – «Σελόντα» και «Ανδρομέδα» αναμένεται ότι θα ευνοήσει συνολικά τον κλάδο, όπου δραστηριοποιούνται δεκάδες ακόμη εταιρείες. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1981, οπότε δημιουργήθηκαν οι πρώτες πειραματικές μονάδες, ο κλάδος έφτασε το 2017 να κατέχει μία από τις πρώτες θέσεις παγκοσμίως στην εκτροφή μεσογειακών ιχθύων.

Το 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ), δραστηριοποιούνταν 62 επιχειρήσεις με 318 μονάδες σε όλη την Ελλάδα. Κι αυτό διότι ένα μεγάλο σχήμα αναμένεται να ανοίξει περαιτέρω τους δρόμους των εξαγωγών για τα ελληνικά ψάρια ιχθυοτροφείου, ενώ ο ανταγωνισμός θα δρομολογήσει, τουλάχιστον για μερίδα των εταιρειών, επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής τους, χωρίς να αποκλείονται και άλλες συγχωνεύσεις ή στρατηγικές συνεργασίες.

Στο σχήμα που θα δημιουργηθεί υπό την ομπρέλα της «Ανδρομέδας», η έμφαση θα δοθεί αρχικά στον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού και στην ανάπτυξη νέων στρατηγικών για την καλύτερη προσέγγιση του τελικού καταναλωτή. Με τον εκσυγχρονισμό και τη συγκέντρωση μονάδων που σήμερα είναι διάσπαρτες θα επιδιωχθεί η παραγωγή με πιο ανταγωνιστικό κόστος, ενώ η βελτιστοποίηση της εμπορικής πολιτικής μεταφράζεται στην παραγωγή προϊόντων πιο κοντά στις ανάγκες του καταναλωτή (φιλέτα ψαριών, έτοιμα προς κατανάλωση ή προς μαγείρεμα γεύματα κ.ο.κ.).

Οι παραπάνω κινήσεις είναι εκ των ων ουκ άνευ. Αλλωστε, πέραν της διαρκώς αυξανόμενης πίεσης που ασκεί η Τουρκία στην ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια, κάνουν την εμφάνισή τους και αναδυόμενες δυνάμεις στις κατηγορίες της τσιπούρας και του λαβρακίου. Πρόκειται για χώρες του Κόλπου και της Μέσης Ανατολής, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτή του Ομάν.

Οι προσφορές 

Τρία επιχειρηματικά σχήματα φέρεται να έχουν καταθέσει δεσμευτικές προσφορές για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων των εταιρειών «Σελόντα» και «Νηρεύς», ενέργεια απαραίτητη για να ολοκληρωθεί η μεταβίβαση των παραπάνω επιχειρήσεων στον όμιλο «Ανδρομέδα». Μία προσφορά έχει κατατεθεί από κοινού από τα Ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς (συμφερόντων της οικογένειας Γερουλάνου) και το fund Diorasis, μία από την καναδική Cooke, που στη μεσογειακή ιχθυοκαλλιέργεια (τσιπούρα και λαβράκι) έχει ήδη παρουσία στην Ευρώπη μέσω του θυγατρικού της ομίλου Culmarex στην Ισπανία, και μία από fund του Ντουμπάι. Μάλιστα, η υποψηφιότητα του ομίλου Cooke φέρεται να είναι η πιο ισχυρή.  Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ε.Ε., πρέπει να εκποιηθούν ιχθυοτροφεία που παράγουν 10.000 τόνους μεσογειακών ιχθύων μαζί με τα σχετικά συσκευαστήρια ίδιας δυναμικότητας και εκκολαπτήρια που παράγουν 50 εκατομμύρια τεμάχια γόνου.  Μέχρι τα τέλη Ιουνίου αναμένεται να υπάρχει για τον αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων, ενώ για την ολοκλήρωση της μεταβίβασης των δύο εταιρειών στο σχήμα του ομίλου «Ανδρομέδα» εκτιμάται ότι θα χρειαστούν ακόμη περίπου 60 ημέρες.

Πηγή: kathimerini.gr
PagasitikosNews logo

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

    Dark Mode

    "Αλιεύοντας" την είδηση