Βρίσκεστε εδώ: ΚΕΝΤΡΙΚΗ » ΕΛΛΑΔΑ » ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ » Ανασυγκρότηση ή ανακεφαλαιοποίηση;
Ανασυγκρότηση ή ανακεφαλαιοποίηση;

Ανασυγκρότηση ή ανακεφαλαιοποίηση;

O​​πως εξελίσσονται τα πράγματα στην οικονομία της χς, το θέμα της ανασυγκρότησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποκτά ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα. Με μαθηματικούς όρους, η ανασυγκρότηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι η απαραίτητα αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Θεωρώ ότι και πολλά άλλα οφείλουν να γίνουν για την επανεκκίνηση της οικονομίας, αλλά όσα και αν γίνουν, σε νομοθετικό και θεσμικό ή και σε παρεμβάσεις στις επιμέρους αγορές, δεν θα αρκούν για να επιφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή την επανεκκίνηση της οικονομίας και την επάνοδό της σε αναπτυξιακή τροχιά, αν δεν ανασυγκροτηθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Θεωρώ επίσης ότι είναι απαραίτητο να διευρύνουμε το θέμα και να μην το περιορίσουμε στα στενά όρια της ανακεφαλαιοποίησης. Οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η επάνοδος του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε ένα πιο στιβαρό καθεστώς προϋποθέτει την επάνοδο των καταθέσεων στα πιστωτικά ιδρύματα. Οπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, η σχετική χρηματοπιστωτική ισορροπία οφείλεται στην πολύ υψηλή συμμετοχή των πιστώσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τις γνωστές μας πιστώσεις που παρέχει η Γραμμή Εκτακτης Χρηματοδότησης (Emergency Liquidity Assistance, ELA).

Στο σημείο αυτό θεωρώ ότι είναι απαραίτητη μια παρέκβαση στο θεωρητικό υπόβαθρο της τρέχουσας συζήτησης. Η χορήγηση έκτακτης χρηματοδότησης εκ μέρους της εκδοτικής τράπεζας γίνεται σύμφωνα με τη θεωρία για να διευκολύνει την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Είναι ένας μηχανισμός που από την εισαγωγή του, στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα έχει αποδειχθεί αρκετά ικανοποιητικά αποτελεσματικός για την αντιμετώπιση τραπεζικών κρίσεων. Προφανώς δεν μπορεί να έχει στοιχεία ς, διότι κάτω από παρόμοιες συνθήκες θα οδηγούσε σε συστηματικό δανεισμό εκ μέρους της εκδοτικής τράπεζας προς τις εμπορικές τράπεζες, δηλαδή σε ανάληψη ομολογιακών δανείων, υποκατάσταση της αγοράς και εντέλει σε διεύρυνση της νομισματικής βάσης. Με λίγα λόγια, οι χρηματοδοτήσεις της μορφής αυτής, όπου η εκδοτική τράπεζα αναλαμβάνει τον ρόλο του δανειστή έσχατης ανάγκης, πρέπει για να επιτελέσουν την τους να εξοφλούνται σε σύντομο χρονικό διάστημα, αφού διασφαλιστεί η αποκατάσταση της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και μέσω αυτής η φερεγγυότητά του.

Ας δούμε όμως τι συνέβη καθ' όλο το διάστημα των πρώτων μηνών του 2015, κατά το οποίο ανελλιπώς και σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση αυξάνονταν τα όρια του ELA προς το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Δυστυχώς δεν αποκαταστάθηκε η χρηματοπιστωτική ισορροπία, η οποία θα γινόταν εμφανής με τη σταθεροποίηση των καταθέσεων, αλλά αντιθέτως δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για τη διευκόλυνση της απόσυρσης καταθέσεων δίχως όμως να τίθεται σε κίνδυνο η ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Το αποτέλεσμα αυτό είναι θεωρητικά παράδοξο. Δημιουργείται όμως, επειδή ακριβώς συντρέχουν δύο ταυτόχρονα ισχυρές επιδράσεις: πρώτον, η εμπιστοσύνη του αποταμιευτικού κοινού προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα εμφανίζεται να έχει υπονομευθεί βαρύτατα για λόγους προφανώς κατανοητούς, αλλά που δεν θα εξεταστούν εδώ και δεύτερον, η εκδοτική τράπεζα αποτελεί ένα θεσμό που λειτουργεί πέραν των στενών ορίων ενός εθνικού κράτους, όπως η Ελλάδα. Συμπερασματικά, η επιμονή, εκ των πραγμάτων αναγκαία, στη στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη χ μέσω του ELA οδήγησε στην απόσυρση των καταθέσεων και στον αποθησαυρισμό. Με όρους αυστηρά αφαιρετικούς, η ζήτηση φυσικού χρήματος προσομοιάζει με ζήτηση εξωτερικού συναλλάγματος, σε συνθήκες έντονης αβεβαιότητας.

Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι τον πρώτο μήνα επιβολής περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, δηλαδή τον Ιούλιο του 2015, τετραπλασιάστηκε η συνολική ανάληψη καταθέσεων, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2014 και η όποια διατήρηση της σχετικής χρηματοπιστωτικής σταθερότητας επιτεύχθηκε στην ουσία με τη δραστική περιοριστική παρέμβαση στην εφοδιαστική αλυσίδα και στην πραγματική οικονομία.

Προφανώς αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η διατήρηση αυτών των συνθηκών, κάτω από τις οποίες δεν προσελκύονται ιδιωτικές καταθέσεις, σημαίνει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να χαλαρώσουν περαιτέρω οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων. Αναγκαστικά, κάτω από αυτές τις συνθήκες, το ποσό που πρέπει να διατεθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών πρέπει να είναι το ανώτερο προβλεπόμενο. Φοβάμαι όμως ότι ούτε αυτό θα επαρκέσει για την αποπληρωμή των χρηματοδοτήσεων του ELA και προφανώς δεν θα δημιουργήσει ακόμη και αν ολοκληρωθεί με τις συνθήκες για μονιμότερη χαλάρωση των ελέγχων κίνησης κεφαλαίων. Η προσδοκία ότι με την επιτυχή ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μέχρι το τέλος του έτους θα οδηγηθούμε σε πλήρη άρση των ελέγχων κίνησης κεφαλαίων, θα αποδειχθεί κενή περιεχομένου, αν δεν συνοδεύεται από συστηματική προσπάθεια επαναπροσέλευσης ιδιωτικών καταθέσεων.

Η εξάντληση του ορίου για την ανακεφαλαιοποίηση οδηγεί και σε μία άλλη παρενέργεια, την απροθυμία ιδιωτικών κεφαλαίων, των λεγόμενων funds αλλά και των υφιστάμενων μετόχων, να καλύψουν οποιαδήποτε συμμετοχή στις αυξήσεις κεφαλαίων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Το ήδη μεγάλο θα επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο εάν το υποχρεωτικά αναλάβει την πλήρη ανακεφαλαιοποίηση στο ανώτατο όριο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Υπάρχει διέξοδος από αυτήν την παγίδα, που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε κατ' αναλογία με κεϋνσιανούς όρους, παγίδα εμπιστοσύνης; Αυτό πρέπει να αποτελέσει ζήτημα προς ευρύτερη συζήτηση και μάλιστα όσο το δυνατόν ταχύτερα γίνεται. Οι επιλογές είναι πολιτικά επώδυνες και εξαιρετικά δύσκολο να συμβιβαστούν με άλλες προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής, αλλά στο σημείο που βρισκόμαστε τώρα πρέπει να γίνει μια γενναία στάθμιση των πιθανών επιπτώσεων.

Προτείνω λοιπόν, δίχως αυτό να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση ότι εξαντλεί τις πιθανές λύσεις, την ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών εκ μέρους της κυβέρνησης για τη διευκόλυνση εξαγοράς μιας εκ των συστημικών τραπεζών εκ μέρους μιας ισχυρής τράπεζας από χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το εγχείρημα είναι εξαιρετικά δύσκολο, διότι προϋποθέτει την επαρκή τοποθέτηση του προβλήματος στους διαμορφωτές αποφάσεων στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, την ισχυρή δέσμευσή τους για στήριξη της παραπάνω πρωτοβουλίας και την, με πολιτικά μέσα, παρακίνηση προς τις μεγάλες εμπορικές τράπεζες της Ευρωπαϊκής Ενωσης να προχωρήσουν σε μια τέτοια ενέργεια.

Αν επιτύχει αυτό το εγχείρημα, θα έχει δημιουργηθεί μια αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για την επάνοδο της εμπιστοσύνης προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας. Κατά την άποψή μου, πρέπει να συμπληρωθεί, για να αποτελέσει και την ικανή συνθήκη, με μία πολιτική κινητροδότησης για την επάνοδο των ιδιωτικών καταθέσεων, που κατά πάσα πιθανότητα σήμερα δεν είναι συμβατή με άλλες προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής. Αυτό σημαίνει πως το μείγμα της οικονομικής πολιτικής, τουλάχιστον ως προς το σκέλος αυτό, πρέπει να αναδιατυπωθεί. Θα πρέπει ίσως οι ιδιωτικές καταθέσεις, μέχρι ενός ορίου τουλάχιστον, να είναι απρόσβλητες από τυχόν ενέργειες του Δημοσίου, για οποιοδήποτε λόγο. Σαφέστατα αυτό συνιστά μερική στροφή από την ασκηθείσα, εδώ και μια πενταετία, σχετική πολιτική και το όφελος αυτών των ενεργειών πρέπει πειστικά να υποστηριχθεί και εντός κυβέρνησης και στους διαμορφωτές λήψης αποφάσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Τέλος, πρέπει να σημειώσω τι επιπλέον θα σημαίνει η υποχρέωση αποπληρωμής των πιστώσεων του ELA, ακόμη και με συνθήκες ς ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, εάν δεν προσελκυστούν ιδιωτικές καταθέσεις. Στο δυσμενές αυτό περιβάλλον, οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να ρευστοποιήσουν στοιχεία του ενεργητικού τους σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές (fire-sales prices). Το πιθανότερο είναι ότι θα υποχρεωθούν να εκποιήσουν τις συμ τους σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στο εξωτερικό και αν αυτό δεν αρκέσει να τιτλοποιήσουν δάνεια και να προχωρήσουν στη ρευστοποίηση αυτών στα λεγόμενα κερδοσκοπικά funds.

Αυτά που περιγράφω είναι συνθήκες που οδηγούν σε έναν χρηματοπιστωτικό Αρμαγεδδώνα, που θα κλονίσει οπωσδήποτε την όποια ανακεφαλαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων πραγματοποιηθεί και θα διαταράξει περαιτέρω την πραγματική οικονομία, όπως είναι εύκολο να σκεφτεί κανείς. Η χαλάρωση των ελέγχων κίνησης κεφαλαίων θα αποτελέσει μία ουτοπία, τα επίπεδα τιμών των περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων θα υποχωρήσουν έτι περαιτέρω, η δε οικονομική δραστηριότητα θα περιοριστεί, ενώ ο αποθησαυρισμός θα δικαιωθεί.

Οι κίνδυνοι αυτοί είναι υπαρκτοί και πρέπει να αποτιμηθούν με γενναιότητα. Γι' αυτό θεωρώ απαραίτητο να ξεφύγουμε στη δημόσια συζήτηση από το στενό πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης και να πάμε στο ευρύτερο πλαίσιο της ανασυγκρότησης.

 

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ

Α΄ αντιπρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης.

 

 

πηγή:kathimerini.gr

PagasitikosNews logo

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

    Dark Mode

    "Αλιεύοντας" την είδηση